Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Γυναίκα και άγαλμα


«-...γιατὶ τ᾿ ἀγάλματα δὲν εἶναι πιὰ συντρίμμια,
εἴμαστε ἐμεῖς. Τ᾿ ἀγάλματα λυγίζουν ἀλαφριὰ ... καληνύχτα.»


Σου αρέσει αυτή η γραφή η πολυτονική που μοιάζει να ασελγεί στο μονότονο σύμπαν. Λες να την κρατήσεις κι ας μην την καταλαβαίνεις. Σαν όλα που δεν καταλαβαίνουμε μα τα κρατούμε κι ίσως τα κρατούμε γιατί δεν τα καταλαβαίνουμε κι αν τα καταλαβαίναμε δεν θα μπορούσαμε να τα κρατήσουμε πια. Ασκήσεις νεοελληνικής επί χάρτου, θα πούνε πάλι κάποιοι. Τον εαυτό μου αδειάζω στο χαρτί, μ’ αυτόν παιδεύομαι και με τον κόσμο, θα ‘θελες ν' απαντήσεις. Μα απλώς θα χαμογελάσεις κι ίσως παραθέσεις μερικές κουβέντες του Κούντερα. Που δεν τα ξέρει όλα. Όπως ούτε κι ο Καμύ. Κι ας λέει πως «ο ηρωισμός δεν είναι σπουδαίο πράγμα, η ευτυχία είναι πιο δύσκολη». Απλώς συμφωνείς.

Και θυμάσαι πως ήθελες να μιλήσεις γι αγάλματα. Οι στίχοι του Σεφέρη κι η ζωγραφιά της Αντρεάνας η αφορμή – αν είναι ποτέ αφορμή άλλη έξω από σένα. «Γυναίκα και άγαλμα» ο τίτλος του έργου και σε συγκλονίζει η γήινη ζεστή ομορφιά που ‘χει αγκαλιάσει μ’ όλο το είναι το λευκό κρύο μάρμαρο. Που μένει ασάλευτο κι αράγιστο χωρίς ένα σκίρτημα στο τύλιγμα του κορμιού της, κάτω απ’ τα κόκκινα χείλη της. Κι εκείνη υποφέρει. Όχι από γυναικεία ματαιοδοξία ή από πληγωμένο εγωισμό. Από ένα ρίγος θανάτου. Πώς αντέχει να μην αισθάνεται; Και θέλει να ξεσχίσει τις φλέβες του με τα νύχια της, να δει να ξεπηδάει το αίμα του και να χύνεται, να το νιώσει καυτό κι ένας πόνος ανθρώπινος να χαρακώσει για μια στιγμή τη ματιά του. Να τον γλιτώσει απ’ την ανυπαρξία του, να τον λυτρώσει.

«Έχεις στο πρόσωπο μια περηφάνια τόση», του χες ψιθυρίσει μια νύχτα...

Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και τρομάζεις απ’ την αντανάκλασή σου από φίλντισι. Μια λεία σκληρή χλωμάδα στη νεκρικά ανέκφραστη μορφή σου. «Μα πού γύριζες;» και πού άφησες παντοτινά τις ψευδαισθήσεις, τις απαντοχές και τις ελπίδες σου; Ποια «όχι» σου ‘κλεψαν τη γλύκα των ματιών σαν γνέφουν «ναι»; Ποια «ναι» σε αποκοίμισαν και τώρα αγρυπνάς πεισματικά μη σε ξαναπλανέψουν; Ποιον πολεμάς;

Δεν είναι πόλεμος. Η ευαισθησία σου είναι. Κι οι συλλαβές σου την λιθοβολούν. Και πετυχαίνουν πάντα εσένα. Γυναίκα ή άγαλμα, τι σημασία να ‘χει; Πότε γυναίκα, πότε άγαλμα... Σε μια εναλλαγή εαυτών που δεν επέλεξες, εκλιπαρείς για μια πνοή.

«Ὥρα νὰ πηγαίνω / δὲν ἔχω ἄλλο στῆθος», ο Καρούζος.


(Το έργο είναι της ζωγράφου Αντρεάνας Καμπανέλλα από την έκθεσή της "First Solo" που παρουσιάστηκε στη Λευκωσία το 2004)

6 σχόλια:

  1. Yπέροχη γραφή, Νάσια.. Όπως πάντα άλλωστε, και χαίρομαι πολύ που σε βλέπω. Γεμάτη ζωή η γυναίκα-άγαλμα, σκέφτομαι πόσο συχνά είναι γεμάτη πολύ περισσότερη ζωή απ'τις γυναίκες-γυναίκες.
    Καλό βράδυ με πολλή αγάπη από εμένα, να είσαι πάντα καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. πραγματικά είναι πολύ όμορφη η γραφή σου!
    δίνει αίσθημα που καίει και αφήνει το νόημα καυτό να ρέει..
    χαίρομαι να σε διαβάζω!
    καλησπέρα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αυτό που κάνεις...να συνταιρίαζεις τα αταίριαστα...
    Η εν αντιθέσει πολυτονική γραφή να ασελγεί αρμονικά με το μονότονο σύμπαν...
    Σε ευχαριστώ που το διάβασα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτό το κείμενο μου μεταδίδει μια κρύα νύχτα κι ένα ζεστό, μοναχικό διαμέρισμα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Σαν έρθει ο πόνος να σε βρει
    να τον δεχθείς παλικαρίσια.
    Στάσου λεβέντης σαν τη δρυ
    τη λαμπαδόκορμη, την ίσια.

    Δώρο δικό σου 'ναι κι ο πόνος
    δώρο δικό σου απ' τ' ακριβά.

    Και φτάνω να σ' ευγνωμονώ
    γι' αυτές τις ώρες που πονώ.

    Με Βερίτη σε καληνυχτίζω και σε θερμοευχαριστώ και γι αυτη την εγγραφή σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Θα μείνεις;
    θα πας;
    Είναι ανάγκη να υψωθούν καινούργια υδατοφράγματα.
    Πρέπει λοιπόν να μείνεις.
    Τ' αγάλματα ατενίζουν σταθερά:Να μείνεις.
    Μα εγώ δεν είμαι ακόμα προτομή.
    Μη με βασανίζετε.
    Δεν είμαι πέτρα εγώ.

    Σταύρος Βαβούρης, Ένας λόγος για την εγκαρτέρηση και τη φυγή

    ΑπάντησηΔιαγραφή