Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

«Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ»


Τον Καρυωτάκη τον διάβασα πρώτη φορά πρωτοετής φοιτήτρια. Δεν μπόρεσα να τον καταλάβω. Με απώθησε ο θλιμμένος και συνάμα σαρκαστικός μηδενισμός του σε μια περίοδο που ζητούσα να πιστέψω σε ιδεώδη και σε ήρωες. Με την Πολυδούρη ασχολήθηκα μόλις πέρυσι, στο τέλος του καλοκαιριού, θέλοντας κυρίως να ανιχνεύσω στους στίχους της τα σημάδια που της άφησε ο έρωτάς της για τον ποιητή. Με απογοήτευσαν ο υπέρμετρος λυρισμός της κι η επίμονη εξύμνηση της ματαίωσης. Ό,τι κράτησα απ’ τους δύο ήταν σκόρπια κομμάτια τους από μελοποιήσεις και μια μεγάλη περιέργεια για όσα δεν ξεδιάλυνα απ’ τον καθένα χωριστά κι απ’ το «μαζί» τους.

Η προβολή από τη ΝΕΤ της σειράς «Καρυωτάκης» με βρήκε στο εξωτερικό. Με τις φετινές καλοκαιρινές επαναλήψεις του ΡΙΚ μπόρεσα τελικά την δω κι ήταν αυτό η αφορμή για να αναζητήσω ξανά τους δύο ποιητές. Η σειρά καταφέρνει να απεικονίσει το περίγραμμα των δύο μορφών και της ιστορικής πραγματικότητας που τις περιέβαλλε. Στο βάθος, όμως, της ψυχής τους δεν μπαίνει. Ίσως να μην το επιδιώκει καν, αφού θα ήταν εκ των προτέρων μάταιο: Πώς να διεισδύσει κανείς σ' αυτούς τους τόσο έντονους και συνάμα εύθραυστους και διχασμένους χαρακτήρες που ούτε κι οι πιο κοντινοί τους δεν κατάλαβαν και για τους οποίους τα περισσότερα απ’ όσα έχουν γραφτεί τους προσεγγίζουν μονοδιάστατα, αποσπασματικά και από συγκρουόμενες σκοπιές;

Κι όμως είναι ανάγκη να τους ψάξει κανείς ολοκληρωτικά αν θέλει να τους αισθανθεί. Γιατί όπως σημειώνει ο Τέλλος Άγρας: «Για έναν αληθινό ποιητή, το έργο του, σαρξ εκ της σαρκός του και οστούν εκ των οστών του, δεν είναι άλλο, παρά τυχαία – και μοιραία – έκφραση της ζωής του». Έτσι, όταν γράφει για τον Καρυωτάκη: «Αυτός ερχόταν, μόνος του, απ’ αλλού. Ερχόταν αργά, από δρόμο δικό του», πρέπει κανείς να αποκωδικοποιήσει αυτή τη διαδρομή για να κατανοήσει την εξέλιξη της ζωής και της ποίησής του: Πώς καταγόμενος από μια συντηρητική και αυστηρή οικογένεια, μέρος του δημοσιοϋπαλληλικού συναφιού, ντυμένος πάντα κομψά και με βλέμμα και βάδισμα δίχως αυτοπεποίθηση, έρχεται λιτά και σκωπτικά να αμφισβητήσει και να αποδομήσει προκατασκευασμένες αξίες, όπως τον ηρωισμό, τη γραφειοκρατία, τη μικροκοινωνία, το Θεό, τον άνθρωπο και τον έρωτα και να εκφράσει την ασφυξία της αδιέξοδης εποχής του σε ένα ολοένα εντονότερο διάλογο με το θάνατο.

Και πώς αυτή του η πορεία διασταυρώνεται με αυτήν της Πολυδούρη, φύσει και θέσει διαφορετικής απ’ όσα μοιάζει να είναι ο ίδιος: Μιας γυναίκας σίφουνα, όπως θα γράψει η Λιλή Ζωγράφου, παρορμητικής, τολμηρής, αντισυμβατικής και προκλητικής που δεν την τρομάζει τίποτε και που δραπετεύει από παντού. Που, όμως, τα ποιήματά της πιο πολύ ξεχειλίζουν από ένα άκρατο συναισθηματισμό και μια αιωρούμενη πικρία, παρά φανερώνουν το δυναμικό και ελεύθερο χαρακτήρα της. Και που στο τέλος, κάτω από το βάρος του χαμένου της έρωτα, αφήνεται να πεθάνει.

«Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Kείνον», θα γράψει. Κι εκείνος: «Έφυγε; Δε θα ρθει πια; Τελευταία»; «Μια αιώνια παρεξήγηση. Να τι θα μείνει πάντα ανάμεσά τους», θα υποστηρίξει η Ζωγράφου. Μα ίσως και να μην έχει σημασία. Άλλωστε μια παρεξήγηση ό,τι κι εμείς έχουμε κρατήσει απ’ τον καθένα τους: ο μελαγχολικός ποιητής κι η ευαίσθητη ποιήτρια. Όσοι τουλάχιστον δεν είδαμε και δεν νιώσαμε πόσα πιο πολλά υπήρξαν: Τόσο ξένοι και τόσο νέοι στην εποχή τους. Και γι αυτό τόσο σημαντικοί στη δική μας.

(Ο τίτλος είναι στίχος από ποίημα του Καρυωτάκη.
Η φωτογραφία του Καρυωτάκη – Παρίσι, 1928 – έχει παρθεί από εδώ)

8 σχόλια:

  1. άρεσε μου η άλλη πλευρά του Καρυωτάκη στο σήριαλ, που ομολογώ ότι εν της είχα δώκει τόση προσοχή, αν τζαι οι σάτιρές του εδείχναν άθρωπο μπασμένο στα συνδικαλιστικά πράματα τζαι στες διεκδικήσεις της εποχής του. έχω τον στο νου μου ως φοβερά μαχητικό άθρωπο, την αυτοκτονία του παραπάνω κατάσταση συγκυριακή, λόγω εποχής, συμπτώσεων τζαι προχωρημένου τρόπου ζωής. τρομερό χιούμορ τζαι σαρκασμός.διπλή φωνή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πράγματι, στο σήριαλ προβάλλεται μια άλλη εκδοχή του Καρυωτάκη, έξω από αυτήν του καταθλιπτικού μοναχικού ποιητή, η οποία είχε κυριαρχήσει μετά τις πρώτες βιογραφίες που γράφτηκαν γι αυτόν κι οποίες ήταν σίγουρα ελλιπείς. Ωστόσο, μόνο μέσα από το συνδιασμό όλων των στοιχείων και μαρτυριών που τον αφορούν μπορεί να εξαχθεί μια συνολική εικόνα. Σε μια παράλληλη, βέβαια, ανάγνωση με τα ποιήματα και τα πεζά του, στα οποία ξετυλίγεται η κριτική και οξυδερκής ματιά του, η μπροστά από τους καιρούς του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ήταν ένας ποιητής..
    Που δεν εζήτησε τίποτα και δεν απαίτησε την ζωή.
    Έγραψε αυτά που περνούσε μέσα του, γιατί, του χάρισε η πνοή το δώρο του καθήκοντος να σηκώσει την ζωή πιό ψηλά.. απ' όπου η θέα με ευτυχεί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. "καθάρια πως ταράζεται η ψυχή μου,
    σα βλέπω το μεγάλο ουρανό", έγραψε..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Με αφορμή το πολύ εύστοχο κείμενό σου έψαξα μια παλιά "μελέτη" μου για τον Καρυωτάκη και βρήκα αυτή την παραπομπή:

    Σχεδόν έναν αιώνα μετά «και να υπάρχουν ακόμη τόσοι που να τον σκέφτονται;», διερωτάται στον πρόλογο της Παρατονισμένης Μουσικής ο Χ. Παπάζογλου, «κι εκείνος, σα νά ‘τανε στα πρώτα του τα νιάτα, ν’ανταποκρίνεται» !


    Η "μελέτη" αυτή ήταν μια απέλπιδα προσπάθεια να πείσω τον εαυτό μου ότι ο Καρυωτάκης ήταν αισιόδοξος ποιητής ( τουλάχιστον όσον αφορά την υστεροφημία του). Θα την στείλω στο g mail σου να χαμογελάσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Σ' ευχαριστώ πολύ, Πλάνη! Θα περιμένω με ενδιαφέρον να διαβάσω τη μελέτη σου! Εξαιρετικά "ταιριαστή", θα έλεγα, και η παραπομπή σου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ωραία προσέγγιση,πρώτη φορά χαζεύω το ιστολόγιο σου,πολύ ενδιαφέρον!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Κι εγώ χαίρομαι που σε γνωρίζω!
    Θα τα λέμε...

    ΑπάντησηΔιαγραφή