Τρίτη 4 Αυγούστου 2009

Πάνω απ' την πόλη


«Η αγάπη αχ, η αγάπη για την πόλη μου είναι δουλειά διαβολική. Δεν έχει αρχή και τέλος.»


(Τύμπανο της αγάπης, Κυριάκου Χαραλαμπίδη)

Βράδυ Αυγούστου σε ταράτσα πολυκατοικίας.

-Κοίτα!

-Τι βλέπεις;

- Την πόλη. Μπορείς να ξεχωρίσεις πού σταματά και πού αρχίζει η ελευθερία της; Εγώ δεν μπορώ, δεν βλέπω τα όριά της.

- Δεν τα βλέπεις, αλλά είναι εκεί. Κι η πόλη συνεχίζει να υπάρχει έτσι, μοιρασμένη.

- Μα ο τόπος δεν είναι για να ναι μοιρασμένος. Ο τόπος φωνάζει πως είναι ένας. Πως ο διαχωρισμός του είναι τεχνητός κι αφύσικος. Πως έχει ανάγκη να ενωθεί ξανά, κι ας είναι κάτι άλλο απ’ αυτό που ελπίσαμε.

- Οι άνθρωποι είναι ο τόπος. Κι αν δεν διασφαλιστεί η επιβίωση των ανθρώπων κι η πραγματικά ειρηνική συνύπαρξή τους τότε τεχνητή θα ναι η όποια επανένωση, κι επικίνδυνη.

- Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν. Ο τόπος είναι που μένει, τα βουνά κι οι πεδιάδες και τα ακρογιάλια του. Αυτόν είναι που πρέπει να προφυλάξουμε, τη συνέχειά του, να καταργήσουμε τη βία που τον χώρισε. Οι άνθρωποι θα βρουν τον τρόπο να βαδίσουν, ο τόπος είναι αυτός που έτσι κι αλλιώς τους καθορίζει, οι μυρωδιές, τα χρώματα κι οι εικόνες του, οι ανοιχτοί του δρόμοι και το ξεδίπλωμά του.

- Χωρίς τους ανθρώπους, ο τόπος είναι γέρημος, είναι πέτρες χωρίς ψυχή, χωρίς αξία. Κι οι άνθρωποι για να ζήσουν θέλουν ασφάλεια κι ελευθερία, εμπιστοσύνη κι αξιοπρέπεια. Και το δικαίωμα να διαφεντεύουν τον τόπο τους κι όχι να παίζουν ως πιόνια σε σκακιέρες άλλων. Κι επιτέλους κατάλαβε το πως ο Πενταδάχτυλος μήτε τους έφερε, μήτε θα τους αποσείσει. Σ’ εμάς είναι η ευθύνη κι είναι βαριά.

- Εμάς.. ποιοι είμαστε εμείς; Κι ευθύνη... προς ποιους;

Μη με ρωτάς, δεν έχω απαντήσεις. Ποιες διαστάσεις να μετρήσω που ‘ναι αμέτρητες, με ποια βέβαια κριτήρια να υπολογίσω που δεν έχω καμιά βεβαιότητα, ποιο σωστό να βρω που να μην είναι και λάθος; Μα πρέπει να υπάρχει μια απάντηση, μια αλήθεια που να χωρέσει και τις άλλες και να πάρει τα πράγματα μπροστά, κι όχι να περιστρέφεται και να αναλώνεται γύρω από τον εαυτό της. Δεν ξέρω, μη με μαλώνεις. Μα πες κάτι, πάρε θέση, μην κρύβεσαι πίσω από στίχους, αοριστείες και σοφίσματα. Δεν σε καταλαβαίνω, νιώσε με. Μη μου λες πως ηττήθηκα ήδη, κι ας φοβάμαι. Κι αν δογματικός σου φαίνομαι, ψάξε να βρεις πού τρέμει η ψυχή μου, για τι πονά.

- Κοίτα, κοίτα την πόλη που ‘ναι ήσυχη.

- Κοίτα την, κοίτα πόσο ανήσυχη είναι.

Μπερδεύτηκαν τα λόγια μας. Σαν τόσα και τόσα που χουν μπερδευτεί σ’ αυτό τον τόπο. Μη με ρωτάς ποιος είσαι εσύ και ποιος εγώ... δεν ξέρω.

Ξέρω μονάχα πως ήταν μια νύχτα όμορφη που μύριζε βασιλικό στη Λευκωσία που κι οι δυο αγαπούμε τόσο.

(Η ζωγραφιά κι ο τίτλος της ανάρτησης είναι του Marc Chagall)

1 σχόλιο:

  1. Καιρός να αφήσω κι εγώ το χνάρι μου και να σε παινέψω, πάλι, για το γράψιμό σου.

    Μ’ άρεσε πολύ το «Πάνω από την πόλη»! Ταυτίστηκα με πολλά από τα συναισθήματα και τις σκέψεις που περιγράφεις. (Διερωτήθηκα, πάντως, πως θα κατέληγε το αγνάντεμα της πόλης, αν ήμασταν στην φάση πριν από το δημοψήφισμα και κατά πόσο οι δύο χαρακτήρες στην ταράτσα θα ξέπεφταν στο τέλος σε χαρακτηρισμούς .. για προδότες, πουλημένους στους ξένους, εθνικιστές, υπερπατριώτες κ.τ.λ.)

    ΑπάντησηΔιαγραφή