Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Μπέλφαστ

«Τόσος πόνος
τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό
για μιαν Ελένη»

(ΕΛΕΝΗ, Γιώργου Σεφέρη)


Το Μπέλφαστ με στεναχώρησε. Σαν ζαλισμένη πλανήθηκα στις γειτονιές των Καθολικών και των Προτεσταντών και βάδισα μες τα μνημεία και τα διαχωριστικά τους, άγγιξα το τείχος τους, είδα τις πύλες που ανοιγοκλείνουν κι ένιωσα μες σε μια στιγμή τον παραλογισμό της πατρίδας μου κι όλων των σκοτωμών.

Ποιος έμαθε το μίσος στους ανθρώπους, αναρρωτήθηκα. Κι αν ήταν ίσως η φωτιά του Προμηθέα, τόσα χρόνια μετά, τόσοι θεοί καλύτεροι, ένα ξόρκι, ένα αντίδοτο δεν βρέθηκε; Ένα κύμα, έστω, λίγες σταγόνες βροχής, μια χούφτα χώμα να πρασινίσει και να γίνει πράσινο στ’ αλήθεια κι όχι γραμμές, όχι άλλες κόκκινες γραμμές, τόσες χαμένες ζωές και τόσα μνημεία στους νεκρούς μας.

Κι ούτε ένα μνημείο στον άνθρωπο που ξύπνησε το πρωί κι είπε «Καλημέρα» και δεν φορτώθηκε τα μίση και τα πάθη των θεών στις στημένες παρτίδες των ανθρώπων. Κι ούτε ένα μνημείο πάνω απ’ τις γραμμές, πάνω απ’ τις πόλεις με το ίδιο όνομα και τους ζωντανούς δίχως όνομα να λέει πόσο όμορφη είν’ η ζωή, και πόσο είναι μικρή, πολύ μικρή για τόσο μίσος.

Ιούνιος ‘08

2 σχόλια:

  1. Πολλά τα συναισθήματα και οι προβληματισμοί καθώς περνάς το τοίχος και αναρωτιέσαι, όπως τόσες πολλές το τραγουδήσαμε και μου το θύμησες και πάλι Νάσια μου στο Belfast, «Η δική μου η πατρίδα έχει μοιραστεί στα δυο, ποιο από τα δυο κομμάτια πρέπει να αγαπώ»…….

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πότε επιτέλους θα λύσουμε Νάσια τα μάγια αυτού του αδειανού πουκάμισου;

    Ως σήμερα είμαστε δυστυχώς μάρτυρες αυτού που τόσο υπέροχα περιγράφεις«φορτωνόμαστε τα μίση και τα πάθη των θεών».
    Γενιές και γενιές που αφέθηκαν στο πλάνο κουδούνισμα του μίσους και του παραλογισμού. Σαν το μόνιμο στρεβλό σχήμα των ανεμοδαρμένων λιόδεντρων και των τερατσιών στον Άγιο Αμβρόσιο και το Δαυλό.
    Στο κυνήγι του ειδώλου της Ελένης, ενώ αυτή βρισκόταν αλλού.

    Αναρωτιέμαι όμως αν χρειαζόμαστε πια και άλλα μνημεία σ αυτόν το τόπο. Ίσως επειδή δεν αποδειχθήκαμε συνεχιστές αλλά αχθοφόροι μιας παράδοσης και μιας ιστορίας που την κουβαλούμε χωρίς να ξέρουμε τι να την κάνουμε. Ο Σεφέρης το είπε ξεκάθαρα: «Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια/ που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω που να τ’ ακουμπήσω».

    ΑπάντησηΔιαγραφή