
Ω, ναι, είναι προικισμένος αυτός ο τόπος! Ευλογημένος απ’ τους καιρούς, απ’ τους θεούς κι απ’ τους ανθρώπους που τον αγάπησαν. Ακόμη κι απ’ αυτούς που δεν τον αγάπησαν και γύρεψαν μόνο να τον κουρσέψουν. Αφού ανοιχτός στα περάσματα των ανέμων και των κυμάτων και μαθημένος στα χάδια και στα βίαια ξεσπάσματά τους, απ’ όπου κι αν διάβαινε έβγαινε πάντα πιο πλούσιος. Όπως ακριβώς κι η λαλιά του, που ταξιδεύει χρόνια και χρόνια σε στόματα χωρικών και λόγιων, αφεντάδων και παραγιών, εμπόρων και ταξιδιωτών, κι όλο κάνει πως λυγίζει κι όλο αντέχει και δεν χάνεται κι όλο τραβά το δρόμο της με τη δική της μοναδική μορφή και το δικό της ήχο, αλλιώτικο και συγγενή συνάμα με των προγόνων, των γειτόνων και των κατακτητών, και με τις λέξεις της να μεταφέρουν την ιστορία, την πίστη και τη διαδρομή της ανόθευτη όσο και νοθευμένη στο αύριο.
Λέω αύριο και κοντοστέκομαι. Διστάζω και γι αυτή ακόμα την αισιοδοξία που απρόσμενα κι απλόχερα μου χάρισε η φετινή Άνοιξη στη χώρα π' αναγιώθηκα. Λες και μια ειμαρμένη μας έχει τάξει να κουβαλούμε σαν τραγικοί ήρωες μια δίχως τέλος δυστυχία, που οποιαδήποτε άρνηση ή υπέρβασή της συνιστά προδοσία.
Κι όμως ο τόπος διαισθάνομαι πως έχει τις απαντήσεις! Κι ας μας διαφεύγουν οι τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις κι οι ερμηνείες τους, ας μην καταλαβαίνουμε τις κρίσιμες ορολογίες και τις αναλύσεις τους, ας μας μπερδεύουν οι αντιθετικές εκτιμήσεις κι ας μας φοβίζουν οι δυσοίωνες προβλέψεις. Ο τόπος ξέρει τις λύσεις, φτάνει λίγο να τον αφήσουμε να μας συντύχει. Να μας πει από πού έρχεται και ποιος είναι πια. Να μας δείξει από τι πέρασε και πόσα έχει αντέξει. Να μας μιλήσει για τα παράπονα και για τις ανάγκες του. Κι εμείς να τον ακούσουμε. Να τον κοιτάξουμε προσεκτικά και να τον γνωρίσουμε. Να τον κατανοήσουμε και να εμπιστευτούμε τη σοφία του. Να τον αγαπήσουμε και να τον νοιαστούμε. Και να νιώσουμε την ομορφιά του όχι σαν βάρος, μα σαν δύναμη. Σαν δύναμη που δεν γεννά ενοχές, μα ελπίδα.
Ελπίδα ανοιξιάτικη, που για μια φορά δεν θα διαψευτεί.
(Ο τίτλος είναι ο πρώτος στίχος από το ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη «Η ανεράδα». Το μεταλλικό πουλί είναι του Χριστόφορου Σάββα)
Χαίρομαι που ακολουθώντας τα χνάρια σου ανακαλύπτω μια συμπατριώτισσα με ένα τόσο αξιόλογο blog , καλή σου συνέχεια...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλώς βρεθήκαμε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ κι ανταποδίδω... σου εύχομαι καλή συνέχεια στις εικαστικές σου διαδρομές!
"Ο τόπος ξέρει τις λύσεις, φτάνει λίγο να τον αφήσουμε να μας συντύχει."
ΑπάντησηΔιαγραφήΝάσια,
όταν η πιο πάνω διαπίστωση γίνει γενική συνείδηση, σε όλα τα κοινωνικά και πολιτικά στρώματα, τότε η ελπίδα θα ανθίζει και εκτός εαρινής εποχής...
Αυτό είναι και το ζητούμενο, Λεμέσια. Μακάρι να το δούμε να συμβαίνει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΛέω αύριο και αντιστέκομαι...όπως και όσο μπορώ..στα ακατανόητα των καιρών.Ανασα εισαι Νασια..σε θερμοκαληνυχτίζω με άρωμα Λεμονανθού σε λέξεις της νικολακοπουλου. :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν έχω πόλη,στα ξυπόλητα γυρνώ
δεν έχω χθες κατακτητές να φοβηθώ
εγώ από μένα θα κριθώ
Τα χείλη μου άνοιξα κι είδα καπνό
με τ`όνομά σου τις καρδιές που πονούν κερνώ της νύχτας κρασί
Τραγούδι μου όμορφο κρυμμένη φωτιά
Σαρακηνή λαβωματιά λεμονανθός στη ξενητειά
Καλή σου νύχτα, Αερικό...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εσύ τραγούδι όμορφο είσαι ΠΑΝΤΑ!
Σ' ευχαριστώ!
Ωραίο κείμενο με εκφράζει απόλυτα και μου δινει και κουράγιο γιατί μεταξύ μας έχω βαρεθεί να βλέπω ανθρώπους που τους γεννά αυτή η γη κι εκείνοι τη φτύνουν κατάμουτρα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαμιά φορά σκέφτομαι τι θα γινόταν αν γυρνούσε αυτός και μας έφτυνε κατάμουτρα, ΔemΩΝ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα αργήσει λες;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλπίζω να 'ναι λίγο πιο μακρόθυμος από εμάς...
ΑπάντησηΔιαγραφήoi pio thetikes sou skepseis, poli polixromes kai poli euxaristes
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκριβώς! Γιατί τελικά ίσως η θλίψη να μην κρατά για πάντα...
ΑπάντησηΔιαγραφή